- σποροπολ(λ)ενίνη
- η, Ν(βιοχ.-βοτ.) εξαιρετικά ανθεκτική ουσία από την οποία αποτελούνται τα εξωτερικά στρώματα τού περιβλήματος σπορίων και γυρεοκόκκων και η οποία συντελεί στην επιβίωση τών σπερμάτων και τών γυρεοκόκκων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.